amalgam
αραβικη λέξη م (al-malgham)=μαλακό κατάπλασμα
> αρχ ελλ λέξη μάλαγμα, που σημαίνει αλοιφή, επάλειψη ή μαλακό υλικό > μαλάσσω=μαλακώνω
αμάλγαμα
κράμα υδραργύρου με ένα ή περισότερα μέταλλα. Ευρεία χρήση ιδίως στο παρελθόν είχαν τα οδοντιατρικά αμαλγάματα που ήταν συνήθως πολύ σταθερά κράματα υδραργύρου με άργυρο, αντιμόνιο και χαλκό. Εξαιτίας του θορύβου για την αμφιλεγόμενη τοξικότητα των αμαλγαμάτων, οι οδοντίατροι καταφεύγουν σήμερα σε άλλα υλικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου