asthma
αρχ ελλ άσθμα (δυσκολία στην αναπνοή) από το αάζω(=αφήνω την τελευτάι πνοή, εκπνέω με ανοικτό το στόμα)> αΐω (φυσώ). Αν και η λέξη αναφέρεται πρώτη φορά στην Ιλιάδα με την σημασία της μικρής αναπνοής, η πρώτη κλινική περιγραφή προέρχεται από τον έλληνα ιατρό Αρεταίο από την Καπαδοκία (1ος αιων μΧ).
άσθμα
σπασμωδική σύσπαση των βρόγχων που οδηγούν σε παροξυσμική δύσπνοια με συριγμό (συρίττουσα δύσπνοια). Τα αίτια του άσθματος είναι πολλά, όπως αλλεργική αντίδραση, έντονη άσκηση κα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου