setaceous : ψηκτροειδής
setaceous
ψηκτροειδής
(αρχ ψήχω= βουρτσίζω)
ψηκτροειδής, τριχωτός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Νεότερη ανάρτηση
Παλαιότερη Ανάρτηση
Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου