shock : σοκ

choc (γαλλ. choc )

σοκ

1. δόνηση, τράνταγμα

2. (ιατρ) το σύνολο των διαταραχών που προκαλούνται από μια βίαιη μεταβολή της κατάστασης του οργανισμού, π.χ. αναφυλαξία, απώλεια αίματος, έντονη συγκίνηση κτλ. Προκαλείται από αδυναμία του κυκλοφορικού συστήματος να αιματώσει ικανοποιητικά ζωτικά όργανα με αποτέλεσμα ελειπή θρέψη και οξυγόνωση των οργάνων του σώματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: