spir : αναπνοή
spir
1. αναπνοή
2. συνθετικό λέξεων που σημαίνει σπείρα
(ελλ και σημαίνει καθετί με ελικοειδή συστροφή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Νεότερη ανάρτηση
Παλαιότερη Ανάρτηση
Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου