tolerance : ανοχή

tolerance

ανοχή


1. η ιδιότητα ανοχής στη δράση ενός φαρμάκου, δηλητηρίου κλπ πχ ανοχή σε αντιβιοτικά.

2. (ανοσολ)χαμηλή η απουσία ανοσοβιολογικής απόκρισης σε ένα μόσχευμα ή σε κάποια ξένη ουσία που κανονικά είναι αλλεργιογόνος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: