callus or corn or callosity: κάλος
callus
(λατ
callus
=σκληρό δέρμα)
κάλος
υπερπλασία της κερατίνης στοιβάδας της επιδερμίδας λόγω τριβής ή πίεσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Νεότερη ανάρτηση
Παλαιότερη Ανάρτηση
Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου