castration or gelding or spaying or neutering or orchiectomy or oophorectomy: ευνουχισμός

castration  (λατ to castrate=κλαδεύω )

ευνουχισμός  (ελλ αρχ. ευνούχος=ευνή (κρεβάτι)+ έχω δηλαδή αυτός που μπορεί να προσέχει το συζυγικό κρεβάτι χωρίς φόβο)

χειρουργική αφαίρεση των όρχεων ή καταστροφή τους από παράσιτα ή ακτινοβολία.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: