celi(o)- : κοιλιο-
celi(o)-
(ελλ αρχ.
κοιλία
από το επίθ. κοίλος)
κοιλιο-
συνθετικό λέξεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Νεότερη ανάρτηση
Παλαιότερη Ανάρτηση
Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου