paroxysm : παροξυσμός
paroxysm
παροξυσμός
1. αιφνίδια επιδείνωση συμπτωμάτων
2. επιληπτική κρίση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Νεότερη ανάρτηση
Παλαιότερη Ανάρτηση
Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου