potash : ποτάσσα

potash (pot+ashes =δοχείο +στάχτη από τον τρόπο που το απομονώνανε παλιά χρησμοποιόντα μεγλα σιδερένια δοέία και τη στάχτη από κορμούς δένδρων)

ποτάσσα

ακάθαρτο ανθρακικό κάλιο, που χρησιμοποιείται ως συστατικό λιπασμάτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: