pyr (o)- : πυρ(ο)-

pyr (o)- 

πυρ(ο)-

συνθετικό λέξεων που δηλώνουν χημικές ενώσεις που μπορούν να προέλθουν από θέρμανση σε άλλα μόρια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: