syrup (γαλλ. sirop)
σιρόπι
πυκνόρευστο διάλυμα ζάχαρης με δυνατή την προσθήκη φαρμάκου για να μπορεί να ληφθεί πιο εύκολα (αρωματικό έκδοχο φαρμάκου).
Σημ:
έκδοχο= αδρανής ουσία στην οποία ενσωματώνεται ένα φάρμακο, σε δεδομένη αναλογία, έτσι ώστε να μπορεί να γίνει εύκολη η χρήση του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου