arculate: αρθρώνω
arculate
αρθρώνω
1. ενώνω σε μια άρθρωση
2. (οδοντ) προσαρμογή στη σωστή θέση κατά την κατασκευή μιας τεχνητής οδοντοστοιχίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Νεότερη ανάρτηση
Παλαιότερη Ανάρτηση
Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου