lunate : μηνοειδής

lunate

μηνοειδής


ουσ. η σελήνη των πρώτων ή των τελευταίων ημερών, μηνίσκος, μισοφέγγαρο λευκό σημάδι στο μέτωπο αλόγου

Δεν υπάρχουν σχόλια: