stereoisomer : στερεοϊσομερές

stereoisomr

στερεοϊσομερές

κατοπτρικό είδωλο ενός μορίου ως προς ένα άλλο με το ίσιο μοριακό και συντακτικό τύπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: